Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -δρομία οι -δρομίες
      γενική της -δρομίας των -δρομιών
    αιτιατική τη(ν) -δρομία τις -δρομίες
     κλητική -δρομία -δρομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-δρομία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -δρομία < δρόμ(ος) + -ία[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðɾoˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -δρο‐μί‐α

  Επίθημα επεξεργασία

-δρομία θηλυκό δεύτερο συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -δρομί αἱ -δρομίαι
      γενική τῆς -δρομίᾱς τῶν -δρομιῶν
      δοτική τῇ -δρομί ταῖς -δρομίαις
    αιτιατική τὴν -δρομίᾱν τὰς -δρομίᾱς
     κλητική ! -δρομί -δρομίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -δρομί
γεν-δοτ τοῖν  -δρομίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-δρομία < δρόμ(ος) + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

-δρομία θηλυκό

Παράγωγα επεξεργασία