Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -έτα οι -έτες
      γενική της -έτας των -ετών
    αιτιατική τη(ν) -έτα τις -έτες
     κλητική -έτα -έτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-έτα < -έττα με απλοποίηση του διπλού < ττ > υποκοριστική κατάληξη θηλυκών < άμεσο δάνειο από την ιταλική -etta ή από τη γαλλική ett(e) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -έ‐τα

  Επίθημα επεξεργασία

-έτα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία