Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥεγεωνάρχης οἱ ῥεγεωνάρχαι
      γενική τοῦ ῥεγεωνάρχου τῶν ῥεγεωναρχῶν
      δοτική τῷ ῥεγεωνάρχ τοῖς ῥεγεωνάρχαις
    αιτιατική τὸν ῥεγεωνάρχην τοὺς ῥεγεωνάρχᾱς
     κλητική ! ῥεγεωνάρχ ῥεγεωνάρχαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥεγεωνάρχ
γεν-δοτ τοῖν  ῥεγεωνάρχαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ῥεγεωνάρχης < ῥεγεών + -άρχης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ῥεγεωνάρχης αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία