ῥεγεωνάρχης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ῥεγεωνάρχης | οἱ | ῥεγεωνάρχαι |
γενική | τοῦ | ῥεγεωνάρχου | τῶν | ῥεγεωναρχῶν |
δοτική | τῷ | ῥεγεωνάρχῃ | τοῖς | ῥεγεωνάρχαις |
αιτιατική | τὸν | ῥεγεωνάρχην | τοὺς | ῥεγεωνάρχᾱς |
κλητική ὦ! | ῥεγεωνάρχᾰ | ῥεγεωνάρχαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥεγεωνάρχᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ῥεγεωνάρχαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ῥεγεωνάρχης αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) ο επικεφαλής μιας ρηγιώνας
Πηγές επεξεργασία
- ῥεγεωνάρχης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.