Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ὠφελῶ   ὠφελοῦμαι 
Παρατατικός  ὠφέλουν   ὠφελούμην 
Μέλλοντας  ὠφελήσω   ὠφελήσομαι / ὠφεληθήσομαι 
Αόριστος  ὠφέλησα   ὠφελήθην 
Παρακείμενος  ὠφέληκα   ὠφέλημαι 
Υπερσυντέλικος  ὠφελήκειν   ὠφελήμην 
Συντελ.Μέλλ.  -   ὠφελημένος ἔσομαι 

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠφελέω < ὄφελος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *obʰelos < *h₃bʰel-

  Ρήμα επεξεργασία

ὠφελέω (παθητική φωνή: ὠφελοῦμαι)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία