Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὠφελία

  • συνηθισμένη μορφή της λέξης ὠφέλεια που άλλαζε προφορά ανάλογα με τις ανάγκες του ρυθμού στην ποίηση

→ δείτε τη λέξη ὠφέλεια