ὠστισμός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὠστισμός | οἱ | ὠστισμοί |
γενική | τοῦ | ὠστισμοῦ | τῶν | ὠστισμῶν |
δοτική | τῷ | ὠστισμῷ | τοῖς | ὠστισμοῖς |
αιτιατική | τὸν | ὠστισμόν | τοὺς | ὠστισμούς |
κλητική ὦ! | ὠστισμέ | ὠστισμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὠστισμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὠστισμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὠστισμός < ὠστίζομαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὠστισμός αρσενικό (& ὠθισμός & αργότερα ὠσμός)