Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑπότριμμα < ὑπό + τρίμμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὑπότριμμα

  • φαγητό, που παρασκευάζεται από ποικίλα υλικά κοπανισμένα και ανακατωμένα μαζί
    ※  10ος αιώνας κε Λεξικό Σουίδα, Βιβλίο 3.Μ.1492 @scaife.perseus
    Μυττωτόν: ὑπότριμμά τι διὰ ϲκορόδου. Καταϲκευάζεται δὲ ἀπὸ τυροῦ καὶ ϲκορόδου καὶ ᾠοῦ.

Εκφράσεις επεξεργασία

  1. (μεταφορικά) βλέπων ὑπότριμμα: με βλέμμα αγριεμένο, ξυνισμένο
    ※  5ος/4ος αιώνας πκε Αριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι , 289-294
    ἠπείλησε γὰρ | ὁ θεσμοθέτης, ὃς ἂν | μὴ πρῲ πάνυ τοῦ κνέφους | ἥκῃ κεκονιμένος, | στέργων σκοροδάλμῃ | βλέπων ὑπότριμμα,
    Μας φοβερίζει | ο Θεσμοθέτης: που | δεν ερθεί αξημέρωτα | κι αλευρωμένος σκόνη | να ζέχνει σκορδοστούμπι | με μούτρα ξινολάχανα,
    Μετάφραση (1970), Κώστας Βάρναλης @greek-language.gr
  2. ὑποτρίμματα χλωρά: σάλτσα ή σούπα από πράσινα χορταρικά

  Πηγές επεξεργασία