Δείτε επίσης: υποβλέπω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑποβλέπω < ὑπό + βλέπω

  Ρήμα επεξεργασία

ὑποβλέπω (παθητική φωνή: ὑποβλέπομαι)

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία