Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καχύποπτα < καχύποπτος +

  Επίρρημα επεξεργασία

καχύποπτα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία