Δείτε επίσης: ὀρρός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὄρρος οἱ ὄρροι
      γενική τοῦ ὄρρου τῶν ὄρρων
      δοτική τῷ ὄρρ τοῖς ὄρροις
    αιτιατική τὸν ὄρρον τοὺς ὄρρους
     κλητική ! ὄρρε ὄρροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὄρρω
γεν-δοτ τοῖν  ὄρροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὄρρος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὄρρος, -ου αρσενικό

  1. (ανατομία) το άκρο του ιερού οστού
    ※  2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 13, 19 565f, @scaife.perseus, @el.wikisource
    οὐ δεῖ οὖν οὕτως ἐσταλμένους περὶ ἀργύριον ἐπτοῆσθαι καὶ ἐρωμένους περιάγεσθαι ξυρουμένους τὴν ὑπήνην καὶ τὸν ὄρρον τοὺς ἀκολουθοῦντας
    ἐν τῷ Λυκείῳ μετὰ σοφιστῶν, νὴ Δία,
    λεπτῶν, ἀσίτων, σκυτίνων,
    ὁ κατὰ τὸν Ἀντιφάνην.
  2. (γενικότερα) (ανατομία) γλουτός, οπίσθια
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Λυσιαστράτη, στίχ. 964 (962-966)
    ποῖος γὰρ ‹ἔτ᾽› ἂν νέφρος ἀντίσχοι, | ποία ψυχή, ποῖοι δ᾽ ὄρχεις, | ποία δ᾽ ὀσφύς, ποῖος δ᾽ ὄρρος | κατατεινόμενος | καὶ μὴ βινῶν τοὺς ὄρθρους;
    Ποιά νεφρά, ποιά ψυχούλα, | ποιά σακούλια, ποιά μέση | και ποιός κώλος θ᾽ αντέχανε! | Σε φούντωσαν και τώρα τον αγέρα καβάλα.
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 1239 (1238-1239)
    ἀλλ᾽, ὦγαθέ, | θλίβει τὸν ὄρρον. ἀπόφερ᾽, οὐκ ὠνήσομαι.
    Μπα, δεν μου κάνει· | πονεί το κωλονούρι· πάρ᾽ τον πίσω.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr

Σύνθετα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία