ὁσπίτιον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὁσπίτιον < ελληνιστική κοινή ὁσπίτιον < λατινική hospitium
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὁσπίτιον ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὁσπίτιον | τὰ | ὁσπίτιᾰ |
γενική | τοῦ | ὁσπιτίου | τῶν | ὁσπιτίων |
δοτική | τῷ | ὁσπιτίῳ | τοῖς | ὁσπιτίοις |
αιτιατική | τὸ | ὁσπίτιον | τὰ | ὁσπίτιᾰ |
κλητική ὦ! | ὁσπίτιον | ὁσπίτιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁσπιτίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὁσπιτίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὁσπίτιον ουδέτερο