Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξενώνας οι ξενώνες
      γενική του ξενώνα των ξενώνων
    αιτιατική τον ξενώνα τους ξενώνες
     κλητική ξενώνα ξενώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενώνας < αρχαία ελληνική ξενών

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kseˈno.nas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξενώνας αρσενικό

αυτό το δωμάτιο του ορόφου λειτουργεί ως ξενώνας για τους φίλους και τους γνωστούς μας

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία