ὁμογάστωρ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὁμογάστωρ | οἱ | ὁμογάστορες |
γενική | τοῦ | ὁμογάστορος | τῶν | ὁμογαστόρων |
δοτική | τῷ | ὁμογάστορῐ | τοῖς | ὁμογάστορσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | ὁμογάστορᾰ | τοὺς | ὁμογάστορᾰς |
κλητική ὦ! | ὁμογᾶστορ | ὁμογάστορες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁμογάστορε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὁμογαστόροιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
- ὁμογάστωρ αρσενικό