ὀνομαστική
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὀνομαστική (ελληνιστική κοινή) < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ὀνομαστικός (αρχαία ελληνική) - εννοείται το ουσιαστικό πτῶσις)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὀνομαστική θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή , (0-)) η ονομαστική πτώση
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ὀνομαστική
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ὀνομαστικός