Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἡμίονος < ἡμί- + ὄνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἡμίονος ουδέτερο

  1. ημίονος, μουλάρι
  2. είδος φυτού που άρεσε στα μουλάρια

Συγγενικά επεξεργασία