Δείτε επίσης: ημίθεος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἡμίθεος οἱ ἡμίθεοι
      γενική τοῦ ἡμιθέου τῶν ἡμιθέων
      δοτική τῷ ἡμιθέ τοῖς ἡμιθέοις
    αιτιατική τὸν ἡμίθεον τοὺς ἡμιθέους
     κλητική ! ἡμίθεε ἡμίθεοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἡμιθέω
γεν-δοτ τοῖν  ἡμιθέοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἡμίθεος < ἡμί- + θεός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἡμίθεος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία