Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἐλαιούσιος οἱ Ἐλαιούσιοι
      γενική τοῦ Ἐλαιουσίου τῶν Ἐλαιουσίων
      δοτική τῷ Ἐλαιουσί τοῖς Ἐλαιουσίοις
    αιτιατική τὸν Ἐλαιούσιον τοὺς Ἐλαιουσίους
     κλητική ! Ἐλαιούσιε Ἐλαιούσιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἐλαιουσίω
γεν-δοτ τοῖν  Ἐλαιουσίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἐλαιούσιος < Ἐλαιεύς < Ἐλαιοῦς

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἐλαιούσιος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος του δήμου Ελαιούντος

  Πηγές επεξεργασία