Δείτε επίσης: έμβαμμα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἔμβαμμᾰ τὰ ἐμβάμμᾰτ
      γενική τοῦ ἐμβάμμᾰτος τῶν ἐμβαμμᾰ́των
      δοτική τῷ ἐμβάμμᾰτ τοῖς ἐμβάμμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἔμβαμμᾰ τὰ ἐμβάμμᾰτ
     κλητική ! ἔμβαμμᾰ ἐμβάμμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐμβάμμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἐμβαμμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἔμβαμμα < ἐμβάπτω + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἔμβαμμα ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία