ἔγκαφος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἔγκαφος < ἐγκάπτω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἔγκαφος, -εος ουδέτερο
Πηγές επεξεργασία
- ἔγκαφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.