Δείτε επίσης: Ψώμος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψωμός < ψώω και ψάω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψωμός αρσενικό

  • η μπουκιά ψωμιού αλλά και κρέατος και γενικά φαγητού