Δείτε επίσης: Ἑλίχρυσος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἑλίχρυσος οἱ ἑλίχρυσοι
      γενική τοῦ ἑλιχρύσου τῶν ἑλιχρύσων
      δοτική τῷ ἑλιχρύσ τοῖς ἑλιχρύσοις
    αιτιατική τὸν ἑλίχρυσον τοὺς ἑλιχρύσους
     κλητική ! ἑλίχρυσε ἑλίχρυσοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑλιχρύσω
γεν-δοτ τοῖν  ἑλιχρύσοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἑλίχρυσος < ἕλιξ + χρυσός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἑλίχρυσος, -ου αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία