ἐργόχειρον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἐργόχειρον | τὰ | ἐργόχειρᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ἐργοχείρου | τῶν | ἐργοχείρων | ||||
δοτική | τῷ | ἐργοχείρῳ | τοῖς | ἐργοχείροις | ||||
αιτιατική | τὸ | ἐργόχειρον | τὰ | ἐργόχειρᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ἐργόχειρον | ἐργόχειρᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐργοχείρω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐργοχείροιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
ἐργόχειρον < αρχαία ελληνική ἔργον + χείρ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἐργόχειρον ουδέτερο
Πηγές επεξεργασία
- ἐργόχειρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.