Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἐργαστήριον τὰ ἐργαστήρι
      γενική τοῦ ἐργαστηρίου τῶν ἐργαστηρίων
      δοτική τῷ ἐργαστηρί τοῖς ἐργαστηρίοις
    αιτιατική τὸ ἐργαστήριον τὰ ἐργαστήρι
     κλητική ! ἐργαστήριον ἐργαστήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐργαστηρίω
γεν-δοτ τοῖν  ἐργαστηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐργαστήριον < ἐργάζομαι + -τήριον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐργαστήριον ουδέτερο

  1. το εργαστήριο
  2. το εργοστάσιο, το μεταλλείο, το λατομείο
  3. το κατάστημα, π.χ. το κρεοπωλείο
  4. (μεταφορικά) το χαμαιτυπείο

  Πηγές επεξεργασία