λατομείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λατομείο | τα | λατομεία |
γενική | του | λατομείου | των | λατομείων |
αιτιατική | το | λατομείο | τα | λατομεία |
κλητική | λατομείο | λατομεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λατομείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λατομεῖον[1] < λατομέω < λατόμος < αρχαία ελληνική λᾶας + τέμνω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /la.toˈmi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐το‐μεί‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
λατομείο ουδέτερο
- μέρος που προσφέρεται για την εξόρυξη πετρωμάτων, που είναι κατάλληλα για οικοδομικές εργασίες
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λατομείο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ λατομείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας