Δείτε επίσης: επιψηφίζω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιψηφίζω < ἐπι- + ψηφίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ἐπιψηφίζω

  1. θέτω προς ψηφοφορία στη Βουλή
  2. θέτω θέμα για λογαριασμό κάποιου
  3. θέτω το θέμα στους παρόντες
  4. (ελληνιστική κοινή) αποφασίζω με ψήφο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία