ἐξευμενισμός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἐξευμενισμός | οἱ | ἐξευμενισμοί |
γενική | τοῦ | ἐξευμενισμοῦ | τῶν | ἐξευμενισμῶν |
δοτική | τῷ | ἐξευμενισμῷ | τοῖς | ἐξευμενισμοῖς |
αιτιατική | τὸν | ἐξευμενισμόν | τοὺς | ἐξευμενισμούς |
κλητική ὦ! | ἐξευμενισμέ | ἐξευμενισμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐξευμενισμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐξευμενισμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐξευμενισμός < ἐξευμενίζω < ἐξ- + αρχαία ελληνική εὐμενίζομαι < εὐμενής < εὖ + μένος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἐξευμενισμός αρσενικό