Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐμφρουρῶ < ἐμφρουρέω < ἐν και φρουρέω < φρουρός + jω

  Ρήμα επεξεργασία

ἐμφρουρῶ, συνηρημένη μορφή του ἐμφρουρέω

  Δείτε επίσης: ἐμφρουρέω