Δείτε επίσης: εκφαυλισμός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐκφαυλισμός οἱ ἐκφαυλισμοί
      γενική τοῦ ἐκφαυλισμοῦ τῶν ἐκφαυλισμῶν
      δοτική τῷ ἐκφαυλισμ τοῖς ἐκφαυλισμοῖς
    αιτιατική τὸν ἐκφαυλισμόν τοὺς ἐκφαυλισμούς
     κλητική ! ἐκφαυλισμέ ἐκφαυλισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐκφαυλισμώ
γεν-δοτ τοῖν  ἐκφαυλισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐκφαυλισμός < ἐκφαυλίζω + -μός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐκφαυλισμός αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία