Δείτε επίσης: εγκλείστρα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐγκλείστρ αἱ ἐγκλεῖστραι
      γενική τῆς ἐγκλείστρᾱς τῶν ἐγκλειστρῶν
      δοτική τῇ ἐγκλείστρ ταῖς ἐγκλείστραις
    αιτιατική τὴν ἐγκλείστρᾱν τὰς ἐγκλείστρᾱς
     κλητική ! ἐγκλείστρ ἐγκλεῖστραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐγκλείστρ
γεν-δοτ τοῖν  ἐγκλείστραιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐγκλείστρα < ἔγκλειστος + -τρα < αρχαία ελληνική ἐγκλείω < ἐν + κλείω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐγκλείστρα θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία