Δείτε επίσης: εγείρω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἐγείρω   ἐγείρομαι 
Παρατατικός  ἤγειρον & (επικό) ἔγειρον    ἠγειρόμην 
Μέλλοντας  ἐγερῶ   ἐγεροῦμαι & ἐγερθήσομαι 
Αόριστος  ἤγειρα   ἠγρόμην & ἠγέρθην
& ἠγειράμην (ελληνιστικό) & (επικό) ἔγερθεν 
Παρακείμενος  ἐγήγερκα & ἐγρήγορα   ἐγήγερμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐγηγέρκειν & ἐγρηγόρειν   ἐγηγέρμην 
Συντελ.Μέλλ.  ἐγηγερκώς ἔσομαι   ἐγηγερμένος ἔσομαι 

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ)

  Ρήμα επεξεργασία

ἐγείρω

  1. σηκώνω κάποιον από το κρεβάτι, τον ξυπνώ
  2. ανασταίνω
  3. ανεγείρω οικοδόμημα, χτίζω
  4. ξεκινώ κάτι, κινητοποιώ, θέτω σε κίνηση

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία