Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκινώ < ξε- + κινώ < αρχαία ελληνική ἐκκινῶ (το πρόθημα ξε- αντικατέστησε την πρόθεση ἐκ)

  Ρήμα επεξεργασία

ξεκινώ (και ξεκινάω)

  1. (αμετάβατο) αρχίζω να κινούμαι κατευθυνόμενος προς τα κάπου
  2. (μεταβατικό) θέτω σε κίνηση ή σε λειτουργία κάτι
  3. (αμετάβατο) αρχίζω να κάνω κάτι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία