Ἁλικαρνησσεύς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἁλικαρνησσεύς | οἱ | Ἁλικαρνησσεῖς |
γενική | τοῦ | Ἁλικαρνησσέως | τῶν | Ἁλικαρνησσέων |
δοτική | τῷ | Ἁλικαρνησσεῖ | τοῖς | Ἁλικαρνησσεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Ἁλικαρνησσέᾱ | τοὺς | Ἁλικαρνησσέᾱς |
κλητική ὦ! | Ἁλικαρνησσεῦ | Ἁλικαρνησσεῖς | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἁλικαρνησσεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἁλικαρνησσέοιν | ||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ἁλικαρνησσεύς < Ἁλικαρνησσ(ός) + -εύς
Ουσιαστικό επεξεργασία
Ἁλικαρνησσεύς αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- Ἁλικαρνασσός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012