Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ἀρβηλῖται
      γενική τῶν Ἀρβηλιτῶν
      δοτική τοῖς Ἀρβηλῖταις
    αιτιατική τοὺς Ἀρβηλῖτᾱς
     κλητική ! Ἀρβηλῖται
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀρβηλῖται < Ἄρβηλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Ἀρβηλῖται αρσενικό στον πληθυντικό

  Πηγές επεξεργασία