Δείτε επίσης: Αννίβας

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀννίβᾱς οἱ Ἀννίβαι
      γενική τοῦ Ἀννίβου
Ἀννίβα
τῶν Ἀννιβῶν
      δοτική τῷ Ἀννίβ τοῖς Ἀννίβαις
    αιτιατική τὸν Ἀννίβᾱν τοὺς Ἀννίβᾱς
     κλητική ! Ἀννίβ Ἀννίβαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀννίβ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀννίβαιν
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀννίβας < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀννίβας αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία