Δείτε επίσης: ἀνθηδών

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / Ἀνθηδών οἱ/αἱ Ἀνθηδόνες
      γενική τοῦ/τῆς Ἀνθηδόνος τῶν Ἀνθηδόνων
      δοτική τῷ/τῇ Ἀνθηδόν τοῖς/ταῖς Ἀνθηδόσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν Ἀνθηδόν τοὺς/τὰς Ἀνθηδόνᾰς
     κλητική ! Ἀνθηδών Ἀνθηδόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀνθηδόνε
γεν-δοτ τοῖν  Ἀνθηδόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀνθηδών < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀνθηδών αρσενικό ή θηλυκό

  1. ανδρικό όνομα
  2. πόλη της Βοιωτίας
  3. πόλη της Ιουδαίας

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία