Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀγαμεμνονίδης < Ἀγαμέμνων

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀγαμεμνονίδης αρσενικό (πατρωνυμικό)