Δείτε επίσης: άμβικας

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀμβῑκο-
ονομαστική ἄμβικος οἱ ἄμβικοι
      γενική τοῦ ἀμβίκου τῶν ἀμβίκων
      δοτική τῷ ἀμβίκ τοῖς ἀμβίκοις
    αιτιατική τὸν ἄμβικον τοὺς ἀμβίκους
     κλητική ! ἄμβικε ἄμβικοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμβίκω
γεν-δοτ τοῖν  ἀμβίκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄμβικος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἄμβικος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ἄμβικος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία