ἀτοπία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀτοπίᾱ | αἱ | ἀτοπίαι |
γενική | τῆς | ἀτοπίᾱς | τῶν | ἀτοπιῶν |
δοτική | τῇ | ἀτοπίᾳ | ταῖς | ἀτοπίαις |
αιτιατική | τὴν | ἀτοπίᾱν | τὰς | ἀτοπίᾱς |
κλητική ὦ! | ἀτοπίᾱ | ἀτοπίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀτοπίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀτοπίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀτοπία θηλυκό
- το να βρίσκεται κάποιος ή κάτι εκτός τόπου
- παραλογισμός
- φύση που ξεφεύγει από το φυσιολογικό
- ατόπημα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τόπος