Δείτε επίσης: ατοπία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀτοπί αἱ ἀτοπίαι
      γενική τῆς ἀτοπίᾱς τῶν ἀτοπιῶν
      δοτική τῇ ἀτοπί ταῖς ἀτοπίαις
    αιτιατική τὴν ἀτοπίᾱν τὰς ἀτοπίᾱς
     κλητική ! ἀτοπί ἀτοπίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀτοπί
γεν-δοτ τοῖν  ἀτοπίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀτοπία < ἄτοπος ‎< ἀ- + τόπος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀτοπία θηλυκό

  1. το να βρίσκεται κάποιος ή κάτι εκτός τόπου
  2. παραλογισμός
  3. φύση που ξεφεύγει από το φυσιολογικό
  4. ατόπημα

Συγγενικά επεξεργασία