ἀρετή
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀρετή | αἱ | ἀρεταί |
γενική | τῆς | ἀρετῆς | τῶν | ἀρετῶν |
δοτική | τῇ | ἀρετῇ | ταῖς | ἀρεταῖς |
αιτιατική | τὴν | ἀρετήν | τὰς | ἀρετᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ἀρετή | ἀρεταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρετᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀρεταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀρετή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζω' *h₂erh₁- Συγγενή: ἀρι-, ἀρείων, ἄριστος, ἀρέσκω, ἀραρίσκω, ἀρετάω (Χρειάζεται μυκηναϊκό / αρε + τη κλπ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀρετή θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
- δωρικός τύπος : ἀρετά
- λεσβιακός τύπος: ἀρέτα
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἀρετή - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἀρετή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀρετή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.