αρετή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρετή | οι | αρετές |
γενική | της | αρετής | των | αρετών |
αιτιατική | την | αρετή | τις | αρετές |
κλητική | αρετή | αρετές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρετή < αρχαία ελληνική ἀρετή
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρετή θηλυκό