Δείτε επίσης: ανθήλη, Ανθήλη, Ἀνθήλη

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀνθήλη αἱ ἀνθῆλαι
      γενική τῆς ἀνθήλης τῶν ἀνθηλῶν
      δοτική τῇ ἀνθήλ ταῖς ἀνθήλαις
    αιτιατική τὴν ἀνθήλην τὰς ἀνθήλᾱς
     κλητική ! ἀνθήλη ἀνθῆλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνθήλ
γεν-δοτ τοῖν  ἀνθήλαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνθήλη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀνθήλη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία