Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀναχωρίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀναχωρίζω < ἀνα- + χωρίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀναχωρίζω

  1. (μεταβατικό) εγκαταλείπω, απομακρύνω από κοντά μου
  2. (αμετάβατο) απομακρύνομαι, φεύγω

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀναχωρίζω < ἀνα- + χωρίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀναχωρίζω (δωρικός τύπος : ἀγχωρίζω)

  1. αναγκάζω κάποιον να υποχωρήσει
  2. αποσύρω

Σημειώσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .

  Πηγές επεξεργασία