αποσύρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποσύρω < αρχαία ελληνική ἀποσύρω
Ρήμα επεξεργασία
αποσύρω, πρτ.: απέσυρα, στ.μέλλ.: θα αποσύρω, αόρ.: απέσυρα, παθ.φωνή: αποσύρομαι, μτχ.π.π.: αποσυρμένος
Συγγενικά επεξεργασία
- αποσυρμένος
- αποσύρομαι
- αποσυρόμενος
- απόσυρση
- αποσυρτά
- αποσυρτός
- → δείτε τις λέξεις από και σύρω