ἀνίστημι
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ἀνίστημι μέσο και παθητικό ἀνίσταμαι (ελληνιστική κοινή: ἀνιστάω)
- στήνω όρθιο, κάνω κάποιον να σταθεί, να σηκωθεί, τον σηκώνω από το κρεβάτι, τον ξυπνάω, και ανυψώνομαι, σηκώνομαι, ξυπνάω ως αμετάβατο
- ↪ γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη: σήκωσε το γέροντα δίνοντάς του το χέρι
- ανιδρύω, εγείρω, οικοδομώ ή εγείρομαι ως αμετάβατο
- ↪ τρόπαια πῶς ἀναστήσεις Διί;
- ↪ ἀναστήσεις στήλας, πύργους, βωμούς, ἀνδριάντα ἐς Δελφούς
- ↪ ἀναστήσασθαι πόλιν : έχτισε ολόκληρη πόλη για τον εαυτό του
- υψώνω το ανάστημά μου, στέκομαι ψηλά για να προστατεύσω
- ↪ ὅστις... θανάτων δ᾽ ἐμᾷ χώρᾳ πύργος ἀνέστα : που ύψωσε το ανάστημά του για τη χώρα μας σαν πύργος ενάντια στο θάνατο
- ξαναχτίζω, αποκαθιστώ
- ↪ καὶ μετὰ ταῦτα δεῦρ᾽ ἐλθὼν ἀνέστησε τὰ τείχη (Δημοσθένης)
- εξεγείρω, αναστατώνω, συγκεντρώνω στρατό, ξεσηκώνω, και αναστατώνομαι, ταράζομαι ως αμετάβατο
- → χρειάζεται παράθεμα Θουκυδίδης
- κατὰ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους, τοῦ θέρους τελευτῶντος, καὶ Ἀμπρακιῶται αὐτοί τε καὶ τῶν βαρβάρων πολλοὺς ἀναστήσαντες ἐστράτευσαν ἐπ᾽ Ἄργος τὸ Ἀμφιλοχικὸν καὶ τὴν ἄλλην Ἀμφιλοχίαν.
- την ίδια εποχή, όταν τελείωνε το καλοκαίρι, οι Αμβρακιώτες μαζί με πολλούς βαρβάρους που ξεσήκωσαν, εκστρατεύσανε εναντιον του Αμφιλοχικού Άργους και της υπόλοιπης Αμφιλοχίας
- φεύγω, σηκώνομαι και φεύγω από κάπου για να πάω κάπου αλλού με τη θέλησή μου, για μια δουλειά
- ↪ ἀνίστατο εἰς οἴκημά τι ὡς λουσόμενος (Πλάτων)
- αναγκάζω κόσμο να ξεσπιτωθεί, να μεταναστεύσει
- ↪ ἀνίστασαν τοὺς δήμους
- διαλύω συγκέντρωση
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 172
- Πηλεΐωνι δ᾽ ἄχος γένετ᾽, ἐν δέ οἱ ἦτορ στήθεσσιν λασίοισι διάνδιχα μερμήριξεν, ἢ ὅ γε φάσγανον ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ τοὺς μὲν ἀναστήσειεν, ὃ δ᾽ Ἀτρεΐδην ἐναρίζοι, ἦε χόλον παύσειεν ἐρητύσειέ τε θυμόν.
- θλίψη κατέβαλε τον γιο του Πηλέα και στα πονεμένα στήθη η καρδιά του χωρίστηκε: να τραβήξει το αιχμηρό σπαθό του από το μηρό και να διαλύσει τη συνάθροιση και να σκοτώσει το γιο του Ατρέα ή να κρατήσει το θυμό του και να...
- συνέρχομαι από στενοχώρια, βγαίνω από δύσκολη θέση, ξαναστέκομαι ψυχικά ή σωματικά στα πόδια μου, αναρρώνω από ασθένεια
- → χρειάζεται παράθεμα Σοφοκλής, Φιλοκτήτης
- ..ὃς τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν μ᾽ ἔνερθεν ὄντ᾽ ἀνέστησας πέρα :<εσύ γιέ μου> ο οποίος με βοήθησες να ξανασταθώ όρθιος όταν είχα πέσει στα πόδια των εχθρών μου
- ↪ αὐτός τε ἐκ τῆς νούσου ἀνέστη
- ανασταίνω από τους νεκρούς
- ※ Σοφοκλής, Ηλέκτρα
- ἀλλ᾽ οὔτοι τόν γ᾽ ἐξ Ἀΐδα παγκοίνου λίμνας πατέρ᾽ ἀνστάσεις οὔτε γόοισιν οὔτ᾽ εὐχαῖς.'
- αλλά ποτέ, ούτε με κλάματα γοερά ούτε με προσευχές, δεν θα αναστήσεις τον πατέρα σου από τη λίμνη του Άδη που δέχεται όλους τους ανθρώπους
- καλώ στο βήμα ως μάρτυρα σε δίκη
- ↪ μάρτυρα ἀναστής
Συγγενικά επεξεργασία
- ἀνάστασις (ανάσταση νεκρού, καταστροφή)
- ἀναστατήρ (αυτός που αναστατώνει, καταστρέφει)
- ἀνασταδόν
- ἀναστάτης, ἀνάστατος (το άτομο που διώχθηκε από την πατρίδα του, ο λελατημένος χώρος)
- ἀναστατόω (ελληνιστική κοινή)
- ἀναστάτωσις
- ἀνάστημα (ύψος, μέγεθος, ανάστημα)
- ἀνάστατος
μετοχές:
- ἀναστὰς
- ↪ ἀναστὰς εἶπε... : και εγειρόμενος <από τη θέση του>, είπε
- ↪ ἐξ εὐνῆς ἀνστᾶσα : όταν σηκώθηκε από το κρε3βάτι, όταν ξύπνησε
- ↪ ἐξ Ἄρνης ἀναστάντες ὑπὸ Θεσσαλῶν
- ἀνιστάμενος
- ↪ ἡσυχάσασα ἡ Ἑλλὰς καὶ οὐκέτι ἀνισταμένη (Θουκυδ.)
- ἀνεστηκώς
- ↪ χώρα ἀνεστηκυῖα (Ηρόδοτος)
Σύνθετα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἀνίστημι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνίστημι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.