Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεσηκώνω < μεσαιωνική ελληνική ἐκσηκῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ξεσηκώνω

  1. δημιουργώ αναστάτωση, χαλάω την ησυχία
  2. παρακινώ σε δράση:
  3. αντιγράφω ή μιμούμαι με ακρίβεια κάτι

Σημειώσεις επεξεργασία

  • συνήθως η έννοια του αντιγράφω δεν χρησιμοποιείται για πρόσωπα επειδή μπορεί να μπερδευτεί με την έννοια του παρακινώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία