Δείτε επίσης: αμφορίσκος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀμφορίσκος οἱ ἀμφορίσκοι
      γενική τοῦ ἀμφορίσκου τῶν ἀμφορίσκων
      δοτική τῷ ἀμφορίσκ τοῖς ἀμφορίσκοις
    αιτιατική τὸν ἀμφορίσκον τοὺς ἀμφορίσκους
     κλητική ! ἀμφορίσκε ἀμφορίσκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμφορίσκω
γεν-δοτ τοῖν  ἀμφορίσκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀμφορίσκος < ἀμφορ(εύς) + -ίσκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀμφορίσκος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία