Δείτε επίσης: αμαχητί

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμαχητί < ἀ- + μάχη

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἀμαχητί (ἀμᾰχητί)

ετυμ. τροπικό επίρρημα παραγόμενο από κλιτό μέρος του λόγου, όπως και ἀμυστί, αμισθί κ.α.


Άλλες μορφές

επεξεργασία