ἀμέλγω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀμέλγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂melǵ- Συγγενή: λατινική mulgeo, πρωτογερμανική *melkaną, *melkaz, απ' όπου > γερμανική Milch, αγγλική milk (γάλα)
Ρήμα επεξεργασία
ἀμέλγω
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἀμέλγω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμέλγω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- αρμέγω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.