ἀκροβολιστής
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀκροβολιστής | οἱ | ἀκροβολισταί |
γενική | τοῦ | ἀκροβολιστοῦ | τῶν | ἀκροβολιστῶν |
δοτική | τῷ | ἀκροβολιστῇ | τοῖς | ἀκροβολισταῖς |
αιτιατική | τὸν | ἀκροβολιστήν | τοὺς | ἀκροβολιστᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ἀκροβολιστᾰ́ | ἀκροβολισταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκροβολιστᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκροβολισταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀκροβολιστής αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) που ρίχνει από μακριά
- (στρατιωτικός όρος) που μάχεται από μακριά