Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀγόρασμᾰ τὰ ἀγοράσμᾰτ
      γενική τοῦ ἀγοράσμᾰτος τῶν ἀγορασμᾰ́των
      δοτική τῷ ἀγοράσμᾰτ τοῖς ἀγοράσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἀγόρασμᾰ τὰ ἀγοράσμᾰτ
     κλητική ! ἀγόρασμᾰ ἀγοράσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγοράσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἀγορασμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγόρασμα < ἀγοράζω, ἀγορασ- + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀγόρασμα

  Πηγές επεξεργασία